πολυκοιρανία

πολυκοιρανία
και επικ. τ. πολυκοιρανίη, ἡ, Α [πολυκοίρανος]
1. μορφή εξουσίας στην οποία κυβερνούν πολλοί («οὐκ ἀγαθόν πολυκοιρανίη», Ομ. Ιλ.)
2. το να εξουσιάζει κανείς πολλούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυκοιρανία — πολυκοιρανίᾱ , πολυκοιρανία rule of many fem nom/voc/acc dual πολυκοιρανίᾱ , πολυκοιρανία rule of many fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πολυκοιρανίᾱ , πολυκοιρανίη fem nom/voc/acc dual πολυκοιρανίᾱ , πολυκοιρανίη fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοιρανίας — πολυκοιρανίᾱς , πολυκοιρανία rule of many fem acc pl πολυκοιρανίᾱς , πολυκοιρανία rule of many fem gen sg (attic doric aeolic) πολυκοιρανίᾱς , πολυκοιρανίη fem acc pl πολυκοιρανίᾱς , πολυκοιρανίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοιρανίαν — πολυκοιρανίᾱν , πολυκοιρανία rule of many fem acc sg (attic doric aeolic) πολυκοιρανίᾱν , πολυκοιρανίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοιρανίη — πολυκοιρανία rule of many fem nom/voc sg (epic ionic) πολυκοιρανίη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκοιρανίην — πολυκοιρανία rule of many fem acc sg (epic ionic) πολυκοιρανίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”